- ἀλληλίζω
- ἀλληλίζω,A lie together, sens. obsc., AB383 :—also ἀλληλίζειν· ἄλλως καὶ ἄλλως λέγειν, and ἀλληλίζεσθαι· τὸ ἀλλήλους ἐπιχειρῆσαι, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αλληλίζω — ἀλληλίζω (Α) [ἀλλήλων] 1. πλαγιάζω μαζί με κάποιον άλλο, συνουσιάζομαι 2. τά λέω έτσι κι αλλιώς, επαμφοτερίζω … Dictionary of Greek
ἀλληλίζει — ἀλληλίζω lie together pres ind mp 2nd sg ἀλληλίζω lie together pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλληλίζειν — ἀλληλίζω lie together pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλληλίζεσθαι — ἀλληλίζω lie together pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλλήλων — ἀλλήλων (ΑΜ) (αλληλοπαθής αντωνυμία σε γενική πληθυντικού τών τριών γενών, δίχως ονομαστική δηλώνει αμοιβαία ενέργεια ή κατάσταση ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πρόσωπα ή πράγματα αμοιβαία) ο ένας τον άλλον, ο ένας στον άλλον, ο ένας προς τον άλλον … Dictionary of Greek
ἐπαλληλίζοιτο — ἐπί ἀλληλίζω lie together pres opt mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)